- μετρίον
- μετρίον, τὸ (Α) [μέτρον]υποκορ. τού μέτρον.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μέτριον — το βλ. μέτριος· … Dictionary of Greek
μετρίον — μετρέω measure pres part act masc voc sg (doric) μετρέω measure pres part act neut nom/voc/acc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέτριον — μέτριος within measure masc acc sg μέτριος within measure neut nom/voc/acc sg μέτριος within measure masc/fem acc sg μέτριος within measure neut nom/voc/acc sg μετρέω measure imperf ind act 3rd pl (doric) μετρέω measure imperf ind act 1st sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέτριος — α, ο (ΑΜ μέτριος, ία, ον, Α θηλ. και ος, αιολ.τ. μέτερρος) 1. αυτός που έχει την ορθή αναλογία, που υπάρχει ή γίνεται με μέτρο, κανονικός, μέσος (α. «μέτριο ανάστημα» β. «μέτρια θερμοκρασία» γ. «ἁπτόμενοι δὲ σφι ἐπελθεῑν ἄνδρας σμικροὺς μετρίων… … Dictionary of Greek
νειλομέτριον — νειλομέτριον, τὸ (Α) ειδική εγκατάσταση στον ποταμό Νείλο για τη μέτρηση τής ανύψωσης και πτώσης τών υδάτων τού ποταμού, που παρατηρείται κάθε χρόνο, αλλ. νειλοσκοπείον, το σημερινό νειλόμετρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < Νείλος + μέτριον < μέτρον), πρβλ.… … Dictionary of Greek
верста — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} l) (μέτριον), поприще, мера расстояния (Ион. 15, 2); (στάδιον); то… … Словарь церковнославянского языка
мѣрьныи — (10) пр. Являющийся мерой: хлѣбомъ спѹдовъ •д҃• вина мѣрныхъ •ƨ҃• кѹтии пшеницѣ спѹды •г҃• сочива спѹда •в҃• УСт XII/XIII, 244 об.; ♦ мѣрьна˫а кърчага см. кърчага. 2. Такой, который можно измерить: Величство ѹбо мѣритсѧ. множьство же чтетсѧ.… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
επισυμπίπτω — ἐπισυμπίπτω (Α) 1. αναπηδώ μαζί ξανά 2. συμβαίνω κατόπιν ή επί πλέον [«ἐπισυμπίπτει οὐ μέτριον εὐτύχημα τοῑς ἤδη γεγονόσιν», Ιώσ.) 3. συμπίπτω … Dictionary of Greek
ευπινής — εὐπινής, ές (Α) 1. (για τους αθλητές στην παλαίστρα) αυτός που έχει στο σώμα ρύπο από σκόνη και λάδι 2. (για χαλκό ή σίδηρο) αυτός που γίνεται εύκολα στιλπνός, λαμπρός 3. (για οικία) καθαρή, κομψή, ευπρεπής 4. (για ύφος) απλό, αφελές 5. (κατά τον … Dictionary of Greek
καραϊσκάκης — I Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών του 1821. 1. Γεώργιος (Μαυρομάτι Καρδίτσας 1782 – Φάληρο 1827). Από άγνωστο πατέρα και μητέρα καλόγρια, κατατάχθηκε μικρός στα σώματα αρματολών των Αγράφων, όπου ξεχώρισε για την παλικαριά και την εξυπνάδα του. Στη … Dictionary of Greek